συστολή

συστολή
η
1) сжимание, сжатие; сокращение (тж. мед. ); 2) стеснительность, застенчивость;

άνευ συστολής — без всякого стеснения;

3) мед. систола

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συστολή" в других словарях:

  • συστολῇ — συστολή drawing together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολή — drawing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολή — η, ΝΜΑ [συστέλλω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστέλλω, ο περιορισμός σε όγκο ή σε έκταση 2. ιατρ. σύσπαση ενός οργάνου τού σώματος, όπως λ.χ. τής καρδιάς ή τής μήτρας, που προκαλεί σμίκρυνση τών κοιλοτήτων του («σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ …   Dictionary of Greek

  • συστολή — η 1. περιορισμός της έκτασης ή του όγκου κάποιου πράγματος: Τα μέταλλα με το κρύο παθαίνουν συστολή. 2. το να ντρέπεται κάποιος, σεμνή διστακτικότητα: Χωρίς συστολή μου είπε ένα σωρό ψέματα. 3. (γραμμ.), τροπή ενός μακρόχρονου φωνήεντος σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιλιακή συστολή — Φάση της καρδιακής λειτουργίας. Ειδικότερα, στο τέλος της κολπικής συστολής, το ηλεκτρικό ερέθισμα από τον φλεβόκομβο έχει εξαπλωθεί σε έναν δεύτερο κόμβο, τον κολποκοιλιακό κόμβο, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στους κόλπους και στις κοιλίες. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • μόνιμη συστολή — Ανωμαλία, συνήθως σε άρθρωση, που προκαλείται από συρρίκνωση επουλωτικού ιστού στο δέρμα ή συνδετικού ιστού ή από τη μη αναστρέψιμη βράχυνση μυών και τενόντων …   Dictionary of Greek

  • συστολαῖς — συστολή drawing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολαί — συστολή drawing together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολῆς — συστολή drawing together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολήν — συστολή drawing together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολῶν — συστολή drawing together fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»